- σινίασμα
- σινίασμα, τό, Abgang, Spreu
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σινίασμα — τὸ, ΜΑ [σινιάζω] μσν. πείραγμα, αστεϊσμός αρχ. απομεινάρια από το κοσκίνισμα τού σταριού, τα σκύβαλα … Dictionary of Greek